- προανείργω
- προαν-είργω,A put away beforehand,
τοὺς ἀναξίους ἱεροῦ συλλόγου Ph.2.261
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοὺς ἀναξίους ἱεροῦ συλλόγου Ph.2.261
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προανείργω — Α απωθώ, απομακρύνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνείργω «αναχαιτίζω»] … Dictionary of Greek